σιλό — το (λ. γαλλ.), άκλ., αποθήκη σιτηρών με μηχανικές εγκαταστάσεις για το γρήγορο φόρτωμα και ξεφόρτωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
Liste der Berge in Griechenland — Diese Liste zeigt der Höhe nach geordnet die höchsten Berge in Griechenland. Name Griech. Name Höhe (Meter) Gebirge/Massiv ehem. Präfektur(en) Region(en) Olymp (Olymbos) – Mytikas Gipfel Όλυμπος 2917 Olymp (Olymbos)[1] … Deutsch Wikipedia
Liste der Berge oder Erhebungen in Griechenland — Diese Liste zeigt der Höhe nach geordnet die höchsten Berge in Griechenland. Name Griech. Name Höhe (Meter) Gebirge/Massiv Präfektur(en) Region(en) Olymp (Olymbos) – Mytikas Gipfel Όλυμπος 2.917 Olymp (Olymbos)[1] Pieria … Deutsch Wikipedia
Rhodopes — Pour les articles homonymes, voir Rhodope. Rhodopes Carte de localisation des Rhodopes. Géographie … Wikipédia en Français
βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
σιρός — ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α κοιλότητα στο έδαφος, ή μεγάλο δοχείο ή κτίσμα για την αποθήκευση καρπών και, ιδίως, σιτηρών νεοελλ. τεχνολ. αεροστεγής κυλινδρική ή πρισματική αποθήκη για την αποθήκευση και συντήρηση σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών,… … Dictionary of Greek